αναλυτάδα

αναλυτάδα
η [αναλυτός]
το λειώσιμο τού χιονιού κατά τόπους ώστε να φαίνεται το έδαφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναλυτός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί εύκολα να λυθεί γιατί είναι χαλαρά δεμένος 2. ο άπλεκτος 3. ο αραιά υφασμένος 4. ο λειωμένος, ο διαλυμένος 5. ο νερουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναλύω. ΠΑΡ. αναλυτάδα, ανάλυτος. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο τού γένους Ευγένιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”